Company: Άλλα
Created by: letipresotto
Number of Blossarys: 1
- English (EN)
- Portuguese (PT)
- Bengali (BN)
- Spanish, Latin American (XL)
- Bosnian (BS)
- Bulgarian (BG)
- Latvian (LV)
- Romanian (RO)
- Croatian (HR)
- French (FR)
- Greek (EL)
- Malay (MS)
- Farsi (FA)
- Albanian (SQ)
- Serbian (SR)
- Macedonian (MK)
Ένα κονσίλερ ή διορθωτής χρώματος είναι ένα είδος μακιγιάζ που χρησιμοποιείται για να καλύψει τους μαύρους κύκλους και άλλες μικρές ατέλειες ορατές στο δέρμα. Το Κονσίλερ καταφέρνει συνήθως πολύ καλά να κρύψει τις ατέλειες με το να αναμειγνύει την ατέλεια στον περιβάλλοντα τόνο του δέρματος. Αυτό το προϊόν χρησιμοποιείται κυρίως από γυναίκες, αλλά η χρήση μεταξύ των ανδρών αυξάνεται. (http://en.wikipedia.org/wiki/Concealer)
Penutup cela merupakan sejenis alat solek yang digunakan untuk menutup lingkaran hitam bawah mata dan juga kesan parut muka yang kelihatan. Penutup cela biasanya mampu melitupi kesan parut dengan menyebatikannya dengan warna kulit sekeliling. Produk ini selalunya digunakan oleh golongan wanita, tetapi penggunaannya dalam kalangan lelaki semakin meningkat.
Το ρουζ (/ ˈruːʒ /? Γαλλικά: κόκκινο) είναι ένα καλλυντικό που χρησιμοποιείται συνήθως από τις γυναίκες για να κοκκινίσει στα μάγουλα, ώστε να έχουν μια πιο νεανική εμφάνιση, και για να τονίσει τα ζυγωματικά. (http://en.wikipedia.org/wiki/Blush_(cosmetics))
Sejenis bahan kosmetik yang digunakan oleh para wanita untuk memerahkan bahagian pipi supaya kelihatan segar dan menonjolkan tulang pipi
Πρόκειται για καλλυντικό που χρησιμοποείται για να τονίσει τις βλεφαρίδες. Μπορεί να σκουρύνει, να κάνει πιο πλούσιες, πιο μακριές ή να τονίσει τις βλεφαρίδες. Υπάρχει σε τρεις μορφές, παχύρευστο υγρό, πάστα ή κρέμα.
Maskara adalah sejenis kosmetik yang biasanya digunakan untuk menonjolkan mata. Ia boleh merias bulu mata supaya kelihatan lebih hitam, tebal dan panjang. Ia biasa terdapat dalam salah satu bentuk samaada cecair, padatan atau krim.
Καλλυντικά, όπως κραγιόν, σκόνη, κ.λπ., που εφαρμόζονται στο πρόσωπο για να βελτιώσουν την εμφάνισή. (http://www.thefreedictionary.com/make-up)
Kosmetik, seperti bedak, gincu dan sebagainya yang dioles ke bahagian muka untuk menaikkan seri